- στερητικῶν
- στερητικόςhaving a negative qualityfem gen plστερητικόςhaving a negative qualitymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
μεταπλασία — η 1. βιολ. η μετατροπή ενός τύπου ζωντανών κυττάρων ή ομάδας κυττάρων σε έναν άλλο τύπο κατά την αναγέννηση 2. ιατρ. η μετατροπή υπό την επίδραση χρόνιων ερεθισμάτων ή τροφικών και λειτουργικών στερητικών φαινομένων ενός ώριμου ιστού σε άλλον,… … Dictionary of Greek
σωφρονιστικός — ή, ό / σωφρονιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [σωφρονιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωφρονισμό, στην προσπάθεια και στις μεθόδους που εφαρμόζει κανείς για να σωφρονίσει κάποιον («λόγοι σωφρονιστικοί», Πολυδ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek